-Κάτσε να συμπληρώσω λίγο. Περίμενε ρε, μη βιάζεσαι! Εντάξει. Βάλε μπρος τώρα.
Βρουουουμμμμμμμ!
-Κανένα πρόβλημα, ο κινητήρας λιπαίνεται αξιοπρεπώς πλέον.
Αυτά σκέφτομαι την ώρα που ο παππούς μου εκθειάζει το ελαιόλαδο από τα δέντρα του, ελιές Χαλκιδικής μεγαλωμένες στους πρόποδες του Ολύμπου. Σαν να λέμε Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε, μηχανογράφηση του αγρότη, κοινωνία της πληροφορίας.
Τέλος πάντων, ο άνθρωπος το αγαπάει το λάδι του, αφού αυτός μόνος του μεγάλωσε τις ελιές του. Είναι και Βορειοελλαδίτης, οπότε πόση άποψη να έχει για το ελαιόλαδο; Γενικότερα είναι αλήθεια ότι εμείς οι Βορειοελλαδίτες πολύ λίγη σχέση με το σωστό ελαιόλαδο έχουμε. Παλιότερα δε, ήταν ακόμα μεγαλύτερη η άγνοια μας, αλλά ευτυχώς μας έχει βοηθήσει η παγκοσμιοποίηση των τελευταίων χρόνων.
Οι λόγοι για αυτή την άγνοια μάλλον είναι πολλοί, αλλά κατά τη γνώμη μου δύο υπερτερούν: η έλλειψη εντατικής καλλιέργειας της ελιάς στη Βόρεια Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, βασικά λόγω κλίματος, και η βαρύτερη σε γενικές γραμμές κουζίνα που είμαστε συνηθισμένοι να τρωμε, με περισσότερα βουτύρατα και λιγότερα ελαιόλαδα.
Θυμάμαι, λοιπόν, πάρα πολύ παλιά, όταν ήμουνα μικρός και πηγαίναμε για φαγητό σε οικογενειακή ταβέρνα οικογενειακά, ποτέ δεν υπήρχε λάδι της προκοπής. Ήτανε πάντα εκείνο το κιτρινωπό ζουμί στο πενταβρώμικο λαδερό με την γυάλινη τάπα. Άνετα το μπέρδευες με ρετσίνα, ενώ πολύ δύσκολα το ξεχώριζες από το ξύδι που στεκόταν περήφανο δίπλα του σε πανομοιότυπο μπουκαλάκι. Για λόγους οικονομίας, ο εστιάτορας νόθευε κιόλας το ελαιόλαδο με άλλα σπορέλαια, κλπ, οπότε η γεύση του γινότανε απαράμιλλη.
Επίσης θυμάμαι εκείνες τις ασπρόμαυρες διαφημίσεις στην τηλεόραση που μιλούσαν για λάδι από την Καλαμάτα, και με έκαναν να αναρωτιέμαι που μπορεί να βρίσκεται αυτό το πραγματικά μακρινό και άγνωστο μέρος και αν όλοι κυκλοφορούνε με φορτηγάκια ανάμεσα στις ελιές και γιατί τρελαίνονται στη χαρά με τα συσκευασμένα μπουκάλια ελαιόλαδου.
Μέχρι λοιπόν που έγινα οικονομικός μετανάστης στα νότια της χώρας μας, το ελαιόλαδο δεν υπήρχε σαν κάτι ξεχωριστό στο διαιτολόγιο μου. Όμως, ο καιρός εδώ στην κλέφτρα ξενιτιά, που κλέβει όλα τα παλικάρια, με έμαθε πράγματα, και έτσι σιγά σιγά απέκτησα και άποψη για το σωστό ελαιόλαδο. Τόσο που μάλιστα μια φορά τόλμησα και πήγα έναν τενεκέ λάδι από την Καλαμάτα (απ αυτούς που δυσφημίζουνε στα ραδιόφωνα γιατί δεν είναι τυποποιημένα λεει και δεν έχουν από αυτό το σηματάκι το ISO, HACCP– τι άλλο θα ακούσουμε) στον παππού μου και το σχόλιο ήταν: δεν ήξερα ότι υπάρχει τόσο νόστιμο λάδι. Τόσο καλό του φάνηκε, που πήγε και ρώτησε και τον λιοτριβιάρη του σχετικά.
Από την μέχρι τώρα εμπειρία μου, λοιπόν, έχω να δηλώσω ότι σαν της Πελοποννήσου και της Κρήτης πραγματικά άλλο ελαιόλαδο δεν υπάρχει, εκτός από ένα που για να το βρεις πρέπει να πας στον τόπο του, και να είσαι τυχερός να το πετύχεις: της Αμοργού. Τέλος, το λάδι από ελιές Χαλκιδικής είναι καλό για το τηγάνι, αλλά σε κάθε περίπτωση οι Βορειοελλαδίτικες ελιές αξιοποιούνται καλύτερα αν τις αφήσουν σε μορφή καρπού, τις γεμίσουν με αμύγδαλα και πιπεριές και τις πουλάνε στους γκουρμεδιάριδες τους Βορειοευρωπαίους.