Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΨΑΡΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ;


Είναι προσωπική μου πεποίθηση ότι τον χειμώνα τα ψάρια και τα θαλασσινά δεν ταιριάζουν με το καθημερινό μας τραπέζι (ή και κανένα τραπέζι, καρέκλα, ή άλλα έπιπλα).  Ειδικότερα, πιστεύω ακράδαντα ότι ο χειμώνας είναι εποχή για λουκάνικα και μπριζόλες, άντε και μερικές σούπες.  Παρόλα αυτά, ενίοτε πέφτω στη λούμπα τους και βρίσκομαι καταχείμωνο να ασχολούμαι με ξεκοκαλίσματα, μπουκίτσες, την σχετική μυρωδιά, κλπκλπ στο σπίτι του, φεύγοντας πάντα πεινασμένος και ηττημένος ψυχολογικά. 

 
Ο χειμώνας λοιπόν δεν προσφέρεται για ψαροφαγία για τους εξής αδιάσειστους λόγους:

  • Το ψάρι τρώγεται ευχάριστα σε εξωτερικούς χώρους, αυλές, κλπ, τέλος πάντων κάπου που να βλέπεις ήλιο τουλάχιστον, αλλά και θάλασσα αν γίνεται.  Και επειδή ο χειμώνας δεν είναι εποχή που φημίζεται για τον ήλιο ή για τις βόλτες δίπλα στη θάλασσα, είναι προφανές το πρόβλημα: ψάρια στο διαμέρισμα ή σε κλειστή αίθουσα εστιατορίου είναι σαν να λέμε σουβλάκι με τζατζίκι, θάλασσα στην Καρδίτσα, μπάνιο στον Σαρωνικό, και άλλα σχετικά.  Τι σχέση έχει το ψαράκι με τον αποπνικτικό χώρο;    
  • Το ψάρι τρώγεται συνήθως συνοδεία λευκού δροσερού κρασιού.  Τώρα, το χειμώνα με κάνα κρύωμα και έξτρα δόση μιζέριας, τι δροσερό λευκό κρασί να πιει κανείς;  Στην καλύτερη των περιπτώσεων κάνα τσίπουρο χωρίς παγάκια, πιο πολύ για τα λαιμά δηλαδή. 
  • Το μαγείρεμα του ψαριού με κλειστές τις μπαλκονόπορτες στο σπίτι είναι  καταστροφικό.  Οι κουζινομυρωδιές είναι ανυπέρβλητες και σε ακολουθούν τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι.  Αν κάνεις δε το λάθος και ψήσεις κατά τον Νοέμβριο, αυτό σημαίνει άνετα ένα πεντάμηνο που νοιώθεις σαν ροφός. 
  • Το ψάρι είναι ελαφρύ φαγητό.  Για τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα δεν αρκεί, καθώς χρειαζόμαστε περισσότερες θερμίδες για την επιβίωση μας.  Υπάρχει φυσικά η εξαίρεση του να μαγειρευτεί με παραδοσιακό βορειοευρωπαικό τρόπο, με απαράδεκτες (unacceptable) γευστικά αλλά θερμιδοφόρες  σάλτσες.  Εναλλακτικά μπορεί κανείς να φαει το ψάρι του και μετά να ακολουθήσει την καρδιά του και να φαει το γνωστό βαζάκι μερέντα για να συνέλθει.  

Να προσφέρω και μερικές χαρακτηριστικές εικόνες ντροπής από την κατανάλωση ψαριού τον χειμώνα:

  • Αγάπη μου, έλα να απολαύσουμε τα τηγανητά ψαράκια μας μπροστά στο τζάκι!
  • Σήμερα θα σας πάω σε μια ψαροταβέρνα μπροστά στη θάλασσα να κάτσουμε έξω, που το έχουν κλείσει όλο γύρω γύρω με νάυλα ρολά για έξτρα ευχαρίστηση, και έχουν βάλει και αυτές τις ωραιότατες σόμπες γκαζιού.
  • Γυναίκα, βάζω τη γούνα μου να ανάψω τα κάρβουνα στο μπαλκόνι να ψήσουμε τις τσιπούρες μας. 

Το αιγοπρόβατο λοιπόν ισχυρίζεται ότι ψάρι και χειμώνας δεν συνδυάζονται πολύ καλά.   Αντιθέτως όμως, όπως θα υποστηρίξω σε μελλοντική στήλη, κρέας και καλοκαίρι πάνε μια χαρά.  Κρέας – ψάρι 2-0 λοιπόν, και δεν χρειάζεται παράταση.     Κατά τα άλλα πάντως, μπορώ να πω με σιγουριά ότι προτιμάω το ψάρι από το κρέας. 

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

ΣΙΧΑΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΦΑΓΗΤΑ


Είναι αρκετά παράδοξο, αλλά πολλά φαγητά που θεωρούσα σιχαμένα όταν ήμουν παιδί, πλέον τα θεωρώ πολύ νόστιμα.  Νομίζω πάντως ότι αυτό συμβαίνει σε όλα τα φυσιολογικά παιδιά.  Άλλωστε, το φυσιολογικό παιδί σε καμία περίπτωση δεν είναι σίγουρο ότι θα εξελιχτεί σε φυσιολογικό ενήλικα.  Βασικά η φυσιολογικότητα είναι συνάρτηση της ύπαρξης....πωπω άστο κάηκε. 
Πάλι στη λογική του High Fidelity, έχω συντάξει τη λίστα με το top 10 σιχαμένων παιδικών φαγητών, γράφοντας πλέον ως παιδί (από τις αχνές μνήμες που μου έχουν απομείνει):

  1. Φασολάδα: όχι ρε μάνα, πάλι αυτή η φασολάδα.  Βλέπω τα φασόλια να στροβιλίζονται στο βαθύ μου πιάτο, και αναρωτιέμαι γιατί υπάρχει αυτό το φαγητό.  Μαμά δεν πεινάω... ΦΑΕ, ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΟΤΙ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΘΙΟΠΙΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ;  Τρωω, γιατί τα παιδάκια στην Αιθιοπία πεθαίνουν από την πείνα.
  1. Αγκινάρες αλά πολίτα:  τι είναι αυτό το αλά πολίτα ακριβώς, δεν καταλαβαίνω. Παρατηρώ κάτι κίτρινα μπλούμ με πατάτες και καρότα (χειροκρότα, χειροκρότα).    Αποφασίζω να δοκιμάσω.  Με προσοχή πιρουνίζω μια αγκινάρα, την βάζω στο στόμα μου, και αμέσως αποφασίζω πως δεν θα την ξαναδοκιμάσω ποτέ, κι ας πεινάω ανεπανόρθωτα, κι ας φαω τιμωρία. 
  1. Φακές:  έξω βρέχει, κάνει και κρύο, και μπροστά μου αχνίζει το πιάτο με τις φακές.  Επικεντρώνομαι στα περιφερειακά (ψωμί, ταραμοσαλάτα, κλπ) με πάθος.  Και πάνω που πάω να αγγίξω τις φακές, λεω με αποφασιστικότητα ότι πρέπει να πάω για διάβασμα.  ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΡΕ ΜΙΚΡΕ, ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΠΟΤΕ!  ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΤΟΣΗ ΟΡΕΞΗ ΓΙΑ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΟΤΑΝ ΕΧΕΙ ΦΑΚΕΣ, ΤΟΤΕ ΘΑ ΕΧΕΙ ΦΑΚΕΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ!  Τρώω όλο μου το φαγητό προκειμένου να μην διαβάσω.
  1. Κουνουπίδι σε οποιαδήποτε μορφή:  μπαίνω σπίτι χαρούμενος μετά το σχολείο, και αμέσως το αναγνωρίζω.  Τρελή μπόχα!!!! Βγαίνω από το σπίτι αμέσως, πριν καταλάβει κανείς ότι έφτασα, τρέχω στον τηλεφωνικό θάλαμο, ρίχνω κέρμα, παίρνω τους γονείς και τους ενημερώνω ότι πρέπει να μείνω στο σχολείο για άλλες δύο ώρες για να γράψω στον μαυροπίνακα 10 τρισεκατομμύρια φορές: ΑΓΑΠΑΩ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.  Πρόκειται για παλιές και πολύ πετυχημένες παιδαγωγικές μεθόδους, οπότε γίνεται αμέσως αποδεκτή ως δικαιολογία.
  1. Σπανακόριζο: άσχημα νέα.  Πρέπει να γίνω σαν τον Ποπάυ.  Προτιμάω, και το εκφράζω ανοιχτά, να παραμείνει ο ήρωας μου στην τηλεόραση, και μήπως να πάω στην τηλεόραση αμέσως να δω αν παίζει?  Το αποτέλεσμα της πρότασης μου είναι το αναμενόμενο.
  1. Πρασόριζο:  ούτε καν Ποπάυ δεν γίνεσαι με αυτό το φαγητό ρε μάμα.  ΦΑΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΥΤΟ, ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΠΟΝΙΕΣΑΙ, ΘΑ ΣΟΥ ΦΤΙΑΞΩ ΣΠΑΝΑΚΟΡΙΖΟ.    Τρελή τρίπλα η μαμά, μέγα σφάλμα ο γιος.   
  1. Χόρτα:  Χόρτα αντί για σαλάτα πάλι.  Πραγματική ελληνική τραγωδία. Προσθέτω άπειρο λάδι και λεμόνι, και τελικά έχω χορτόσουπα, που φυσικά δεν τρώγεται.   Το επαναλαμβάνω καθημερινά, μέχρι οι γονείς μου να αποφασίσουν ότι τζάμπα τα πετάμε κάθε μέρα και δεν μου τα ξαναπροσφέρουν ποτέ.  Μια από τις ελάχιστες μικρές νίκες στην καθημερινό αγώνα για διατροφή βασισμένη αποκλειστικά στα κεφτεδάκια με πατάτες τηγανιτές.      
  1. Αντζούγιες:  Με απορία κοιτάω τον πατέρα μου να τις καταβροχθίζει.  Τελικά, ή κάτι δεν καταλαβαίνω, ή είναι ψέμα αυτό που μας λένε στο σχολείο ότι οι γονείς μας τα ξέρουν όλα.
  1. Ελιές:  ΦΑΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ, ΕΛΙΕΣ ΚΑΛΑΜΩΝ ΛΟΥΞ.  Άμεσα συμπεραίνω ότι και για αυτό ευθύνονται αυτοί οι Πελοποννήσιοι, που όπως μαθαίνουμε στο Βορειοελλαδίτικο σχολείο που πηγαίνω, είναι η αιτία για τα περισσότερα κακά της χώρας (βλέπε Κωνσταντινούπολη, Παλαιολόγοι, κλπ).   
  1. Μοσχαράκι νωά λεμονάτο με έτοιμο πουρέ:   Ίσως το μοναδικό φαγητό με κρέας που σιχαίνομαι, αλλά πραγματικά το σιχαίνομαι.  Ο πατέρας παίρνει το αλυσοπρίονο και αρχίζει να κόβει λεπτές φέτες από αυτό το απροσδιορίστου χρώματος κρέας (κάτι σαν συμπιεσμένες φακές).  Η φέτα τοποθετείται πάνω στον τραγελαφικό πουρέ και περιχύνεται με σάλτσα.  Το μεγάλο ατού αυτού του φαγητού είναι ότι με σωστή ανάμιξη γίνεται πραγματικά υπερθέαμα.   Με το σερβίρισμα λοιπόν, ξεκινάω τη μίξη, μέχρι να ακουστεί το κλασικό: ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ ΜΕ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΣΟΥ; ΦΑΤΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙΣ. 

Από τα παραπάνω φαγητά, υπάρχουν τρία που ακόμα δεν τα αντέχω (7, 6 και 1).  Τα υπόλοιπα όμως πλέον μου αρέσουν μια χαρά.  Μήπως τελικά η ενηλικίωση και το χάσιμο της παιδικής αθωότητας με έσπρωξε στην κατάχρηση της φασολάδας; Μήπως πρέπει να πάω στους ΝΑ (FA στη συγκεκριμένη περίπτωση), που απ ότι ξέρω γίνεται καλή δουλειά;

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

ΤΕΣΤ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΩΝ ΣΥΝΗΘΕΙΩΝ

Απαντήστε τις παρακάτω ερωτήσεις με τη σειρά.  Κατόπιν συγκεντρώστε τη βαθμολογία σας προσθέτοντας τους βαθμούς που αντιστοιχούν σε κάθε σας απάντηση.  Ανάλογα με το αποτέλεσμα θα μπορέσετε να καταλάβετε πόσο παραστρατημένες διατροφικές συνήθειες έχετε, και τι χρειάζεται για να έρθετε στον ίσιο διατροφικό δρόμο, βασισμένο στο κρέας και τα παράγωγα του και μακριά από τα λαχανικά και τις ολέθριες επιπτώσεις τους.      



Α. Τι θα προτιμούσατε να φάτε αυτή τη στιγμή?
1. Κουνουπίδι βραστό
2. Αγκινάρες αλά πολίτα
3. Τσιπούρα πελαγίσια στα κάρβουνα
4. Κοτόσουπα
5. Καμιά μπριζόλα ρε μεγάλε

Β. Ποιο φαγητό σιχαίνεστε περισσότερο?
1. Μαγειρίτσα
2. Κοψίδια στα κάρβουνα
3. Μοσχάρι με κολοκυθάκια
4. Γεμιστά λαδερά
5. Μπριάμι

Γ. Πάτε στο σούπερ μάρκετ με 5 ευρά, ξελιγωμένοι στην πείνα.  Τι αγοράζετε? 
1. Δύο κιλά σπανάκι
2. Ξηρούς καρπούς
3. Τρεις σοκολάτες 
4. Ένα κοτόπουλο
5. Σπαλομπριζόλα μοσχαρίσια για 5 ευρώ (περίπου μισή)

Δ. Είστε στην παραλία, έχει ντάλα ήλιο, μόλις έχετε κάνει το μπανάκι σας, και αρχίζετε να πεινάτε.  Τι σας έρχεται πρώτα στο μυαλό?   
1. Μια χωριάτικη
2. Σαρδέλες ψητές
3. Φραπές μέτριος με γάλα
4. Μακαρόνια με κιμά
5. Κοκορέτσι

Ε. Ξυπνάτε το βράδυ από την πείνα.  Κάτι πρέπει να φάτε αμέσως.  Τι επιλέγετε από το ψυγείο?
1. Μια ντομάτα
2. Ένα φρούτο
3. Ρύζι με μαγιονέζα
4. Ψωμί, τυρί και σαλαμάκι
5. Τα περισσεύματα από το μεσημεριανό λουκάνικο
 
Αποτελέσματα:

5-10 βαθμοί:  Τρέξτε γρήγορα στο φαρμακείο να πάρετε σίδηρο, πριν σας χάσουμε.  Μόλις το κάνετε αυτό, αλλάξτε γρήγορα διατροφικές συνήθειες, γιατί κινδυνεύετε.  Όποιος σας είπε ότι η χορτοφαγία είναι η σωστή διατροφική άποψη, σας είπε ψέματα!  Αν δεν αντιδράσετε άμεσα, εκτός του ότι θα έχετε άμεσα σοβαρά προβλήματα υγείας, θα βρεθείτε μπλεγμένοι σε ένα από τα σκάνδαλα των ημερών, και μάλιστα χωρίς να φταιτε. 

11-15 βαθμοί: Σίγουρα είστε σε κακό δρόμο.  Υπάρχουν λιγοστές ελπίδες να ξεφύγετε από την εξάρτηση των λαχανικών, και θα χρειαστεί εντατική προσπάθεια ώστε αυτές να γίνουν πραγματικότητα.  Δίαιτα βασισμένη αποκλειστικά στο κρέας (reverse / ορθολογική νηστεία δηλαδή) επιβάλλεται για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός. 

15-20 βαθμοί:  Είστε σε καλό δρόμο, αλλά δεν έχετε φτάσει το επιθυμητό επίπεδο γευσιγνωσίας.  Ο πειρασμός των λαχανικών υπάρχει ακόμα κοντά σας.  Με λίγη προσπάθεια όμως, και πάνω απ όλα με πίστη στη σωστή διατροφή βασισμένη σε κρέας και τα παράγωγα του, το μέλλον φαντάζει πιο φωτεινό.  Μην τα παρατάτε! 

21-25 βαθμοί: Είστε ο άρχοντας / αρχόντισσα του φαγητού. Γκουρμεδιάρης / σα, με βαθιά γνώση του καλού και τίμιου φαγητού, είστε ο αγαπημένος αναγνώστης της στήλης.   Οι μαγικές σας διατροφικές συνήθειες, βασισμένες αποκλειστικά στο κρέας, θα σας βοηθήσουν να ζήσετε μια ευτυχισμένη και πλήρη ζωή, η οποία μάλιστα θα σας πάει μέχρι τα βαθιά γεράματα.    

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΓΑΛΟΠΟΥΛΑ Η ΑΝΟΣΤΗ

Τελείωσαν για άλλες μια χρονιά οι εκδηλώσεις της γιορτής της Καταναλωσύνης, και υποθέτω ότι όλοι βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση: αρκετά φτωχότεροι με τόσα δώρα που πήραμε, γεμάτοι άχρηστα πράγματα με τόσα δώρα που πήραμε επίσης,  και το πιο σημαντικό, στην ίδια γαστριμαργική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι και εγώ: απορούμε για άλλη μια χρονιά γιατί πέσαμε στη λούμπα της γαλοπούλας. 
Αυτό, λοιπόν, το ξενόφερτο πουλί ταλαιπωρεί τη γεύση μου κάθε Χριστούγεννα από τότε που τα θυμάμαι.  Δεν είναι μόνο το τραγικό του μέγεθος, που χρειάζεται ειδικού μεγέθους κατσαρόλα για την βράση του, αλλά είναι και η γεύση του, ειδικά όταν τρωει κανείς το ψαχνό.  Χωρίς την χρήση λιπαντικών (μαγιονέζα, μουστάρδα, ή ακόμα και εκείνο το εξαιρετικά θλιβερό cranberry sauce), απλά δεν κατεβαίνει.  Χαρακτηριστικά, μετά την είσοδο μπουκίτσας στο στόμα, και το κοπιαστικό μάσημα για πεντάλεπτο, όπου το στόμα προβαίνει σε υπερπαραγωγή σάλιου για να αποφύγει την πλήρη εσωτερική επικάλυψη του με γαλοπούλα – στόκο, η οποία εγκυμονεί κινδύνους μόνιμης εγκατάστασης, ακολουθεί το χαρακτηριστικό γκλουπ, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το ξύσιμο του οισοφάγου, και τον παραλίγο πνιγμό.  Κατόπιν, η μπουκίτσα εγκαθίσταται στο στομάχι και περιμένει αμέριμνη να χωνευτεί, κάτι για το οποίο χρειάζεται περίπου μια εβδομάδα. Η όλη διαδικασία της κατανάλωσης της γαλοπούλας συνεχίζεται για καμιά ώρα (εξού και τα Χριστουγεννιάτικα τραπέζια κρατάνε για πάντα), ώσπου επιτέλους να εξαφανιστεί το –ιστορικά χαρακτηρισμένο ως- πουλερικό από το πιάτο.  Παλαιότεροι και σοφότεροι, όπως πχ ο παππούς μου, αποφεύγουν όλη αυτή τη διαδικασία υποστηρίζοντας ότι ο γιατρός τους είπε να προσέχουν τι τρωνε (χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις).
Η γαλοπούλα όμως έχει και άλλες καταπληκτικές ιδιότητες πέρα από τα παραπάνω: για παράδειγμα, φτιάχνει σούπα σαφώς κατώτερη της κοτόσουπας, και μάλιστα μετά από πολύ περισσότερη ώρα  βρασίματος.  Επίσης, έχει κάνα δύο στρέμματα περισσότερη πέτσα από ένα κοτόπουλο, η οποία πέτσα είναι ιδιαίτερα λαστιχοτή και τελείως ακατάλληλη για βρώση.  Τέλος, ακόμα και σε τραπέζι δέκα ατόμων, η μισή τουλάχιστον περισσεύει, ταλαιπωρώντας την οικοδέσποινα οικογένεια  για χρονικό διάστημα που διαρκεί τουλάχιστον μέχρι τα Φώτα.
Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν ότι οι κομουνιστές κυρίως, αλλά και αρκετοί αναποφάσιστοι, όπως εγώ, θεωρούμε τη γαλοπούλα το ύστατο εργαλείο του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ενάντια στο κοινωνικό κράτος των Ευρωπαίων, αλλά και το Ελληνικό παραδοσιακό γουρουνάκι.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ ΓΚΟΥΡΜΕ


-Κάτσε να συμπληρώσω λίγο.  Περίμενε ρε, μη βιάζεσαι! Εντάξει.  Βάλε μπρος τώρα.

Βρουουουμμμμμμμ!

-Κανένα πρόβλημα, ο κινητήρας λιπαίνεται αξιοπρεπώς πλέον.  

Αυτά σκέφτομαι την ώρα που ο παππούς μου εκθειάζει το ελαιόλαδο από τα δέντρα του, ελιές Χαλκιδικής μεγαλωμένες στους πρόποδες του Ολύμπου.  Σαν να λέμε Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε, μηχανογράφηση του αγρότη, κοινωνία της πληροφορίας. 

Τέλος πάντων, ο άνθρωπος το αγαπάει το λάδι του, αφού αυτός μόνος του μεγάλωσε τις ελιές του.  Είναι και Βορειοελλαδίτης, οπότε πόση άποψη να έχει για το ελαιόλαδο;  Γενικότερα είναι αλήθεια ότι εμείς οι Βορειοελλαδίτες πολύ λίγη σχέση με το σωστό ελαιόλαδο έχουμε.  Παλιότερα δε, ήταν ακόμα μεγαλύτερη η άγνοια μας, αλλά ευτυχώς μας έχει βοηθήσει η παγκοσμιοποίηση των τελευταίων χρόνων. 

Οι λόγοι για αυτή την άγνοια μάλλον είναι πολλοί, αλλά κατά τη γνώμη μου δύο υπερτερούν: η έλλειψη εντατικής καλλιέργειας της ελιάς στη Βόρεια Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, βασικά λόγω κλίματος, και η βαρύτερη σε γενικές γραμμές κουζίνα που είμαστε συνηθισμένοι να τρωμε, με περισσότερα βουτύρατα και λιγότερα ελαιόλαδα. 

Θυμάμαι, λοιπόν, πάρα πολύ παλιά, όταν ήμουνα μικρός και πηγαίναμε για φαγητό σε οικογενειακή ταβέρνα οικογενειακά, ποτέ δεν υπήρχε λάδι της προκοπής.  Ήτανε πάντα εκείνο το κιτρινωπό ζουμί στο πενταβρώμικο λαδερό με την γυάλινη τάπα.  Άνετα το μπέρδευες με ρετσίνα, ενώ πολύ δύσκολα το ξεχώριζες από το ξύδι που στεκόταν περήφανο δίπλα του σε πανομοιότυπο μπουκαλάκι.  Για λόγους οικονομίας, ο εστιάτορας νόθευε κιόλας το ελαιόλαδο με άλλα σπορέλαια, κλπ, οπότε η γεύση του γινότανε απαράμιλλη.    

Επίσης θυμάμαι εκείνες τις ασπρόμαυρες διαφημίσεις στην τηλεόραση που μιλούσαν για λάδι από την Καλαμάτα, και με έκαναν να αναρωτιέμαι που μπορεί να βρίσκεται αυτό το πραγματικά μακρινό και άγνωστο μέρος και αν όλοι κυκλοφορούνε με φορτηγάκια ανάμεσα στις ελιές και γιατί τρελαίνονται στη χαρά με τα συσκευασμένα μπουκάλια ελαιόλαδου. 

Μέχρι λοιπόν που έγινα οικονομικός μετανάστης στα νότια της χώρας μας, το ελαιόλαδο δεν υπήρχε σαν κάτι ξεχωριστό στο διαιτολόγιο μου.  Όμως, ο καιρός εδώ στην κλέφτρα ξενιτιά, που κλέβει όλα τα παλικάρια,  με έμαθε πράγματα, και έτσι σιγά σιγά απέκτησα και άποψη για το σωστό ελαιόλαδο.  Τόσο που μάλιστα μια φορά τόλμησα και πήγα έναν τενεκέ λάδι από την Καλαμάτα (απ αυτούς που δυσφημίζουνε  στα ραδιόφωνα  γιατί δεν είναι τυποποιημένα λεει και δεν έχουν από αυτό το σηματάκι το ISO, HACCP– τι άλλο θα ακούσουμε) στον παππού μου και το σχόλιο ήταν: δεν ήξερα ότι υπάρχει τόσο νόστιμο λάδι.  Τόσο καλό του φάνηκε, που πήγε και ρώτησε και τον λιοτριβιάρη του σχετικά. 

Από την μέχρι τώρα εμπειρία μου, λοιπόν, έχω να δηλώσω ότι σαν της Πελοποννήσου και της Κρήτης πραγματικά άλλο ελαιόλαδο δεν υπάρχει, εκτός από ένα που για να το βρεις πρέπει να πας στον τόπο του, και να είσαι τυχερός να το πετύχεις: της Αμοργού.  Τέλος, το λάδι από ελιές Χαλκιδικής είναι καλό για το τηγάνι, αλλά σε κάθε περίπτωση οι Βορειοελλαδίτικες ελιές αξιοποιούνται καλύτερα αν τις αφήσουν σε μορφή καρπού, τις γεμίσουν με αμύγδαλα και πιπεριές και τις πουλάνε στους γκουρμεδιάριδες τους Βορειοευρωπαίους. 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΣΟΥΒΛΑΤΖΙΔΙΚΟ ΜΟΥ

Στις μέρες μας, η χρήση του «μου» έχει παραγίνει.  Για παράδειγμα, και ιδιαίτερα στις ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές διαφημίσεις, αναφέρονται τα εξής τραγελαφικά: η δική μου τράπεζα, η δική μου εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, το αγαπημένο μου σνακ και άλλα πολλά.  Στην πραγματικότητα, οι διαφημιστές προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι τόσο πετυχημένες οι υπηρεσίες και τα προϊόντα που μας προσφέρουν αυτές οι εταιρείες, και τόσο πολύ μας νοιάζονται, που πρακτικά γίνονται μέρος του εαυτού μας.  Σε κάθε περίπτωση εγώ κρατάω τις επιφυλάξεις μου, ιδιαίτερα βλέποντας το επιτόκιο της τράπεζας (μου), αλλά και τον λογαριασμό του κινητού τηλεφώνου (μου).   Όμως, υπάρχει ένας κλάδος της οικονομίας που μπορεί άνετα να χρησιμοποιεί το «μου» και δεν είναι άλλος από τον κλάδο των σουβλατζίδικων.  Τι θα πρέπει όμως να πληροί το σουβλατζίδικο ώστε να μπορέσω να το θεωρήσω το σουβλατζίδικο μου;

Καταρχήν θα πρέπει να έχει συγκεκριμένο αλλά και περιορισμένο μενού.  Καινοτομίες τύπου κοτομπέικον ανήκουν στη σφαίρα της αηδίας και απορώ ποιος τις σκέφτηκε πρώτος.  Οι μόνες καινοτομίες που θα πρέπει να είναι αποδεκτές είναι βασισμένες σε παραδοσιακά προϊόντα του σουβλατζίδικου, πχ μπιφτέκι γεμιστό με γύρο (Υπάρχει! Ψάξτε το εντατικά!).  Κατά τα άλλα το μενού θα πρέπει να έχει λίγα, διακριτά, παραδοσιακά προϊόντα, παρασκευής του ίδιου του σουβλατζίδικου και όχι ετοιματζίδικα κατεψυγμένα.  Πίτα ή ψωμάκι με γύρο, σουβλάκι (καλαμάκι στα αθηναϊκά), μπιφτέκι, άντε και σουτζουκάκι, πατάτες τηγανητές, καμιά χωριάτικη και καμιά αλοιφή σπιτική, αυτά σε γενικές γραμμές αρκούν. 

Κατά δεύτερον, η κατασκευή και διακόσμηση του μαγαζιού θα πρέπει να είναι χαμηλών τόνων και να κινείται μακριά από το μοντέρνο.  Πλακάκια και αλουμίνια είναι τα λογικά δομικά υλικά προτίμησης.  Οι νεοεμφανιζόμενες εκδοχές με ξύλινα πατώματα, πορτοκαλί τοίχους, κόκκινες λάμπες για να κρατάνε ζεστά τα ψητά και τα λοιπά, παραπέμπουν σε all-day-café-bar-restaurant με ανατρεπτική αισθητική και concept, και όχι σε σουβλατζίδικο.  Μέσα στο προφίλ θα πρέπει να προστεθεί η ανάγκη για έλλειψη τέλειου εξαερισμού, ώστε να υπάρχει η κατάλληλη ατμόσφαιρα.    

Επίσης, το όνομα του σουβλατζίδικου θα πρέπει να κινείται και αυτό εντός της παράδοσης, ή τέλος πάντων να βασίζεται στην ελληνική ευρηματικότητα (πονηριά).  Πχ, ο γύρος του Άιφελ, Γύρομπανκ, τα Άγραφα, ο Βαρδάρης, ο Τάκης είναι, κατά την κρίση μου, πετυχημένα ονόματα, σε αντίθεση με το  Gyros House, Planet Gyros, Souvlaki center, και τα τοιαύτα αγλλοπρεπή.

Τέλος, το σερβίρισμα έχει συγκεκριμένο τελετουργικό το οποίο είναι η προστιθέμενη υπηρεσία που πωλείται μαζί με το τελικό προϊόν (κάτι σαν να λέμε τσάμπα σέρβις για το αυτοκίνητο).  Απαραίτητη είναι η παρουσία μάστορα κάθυδρου με άσπρη πάρα πολύ λερωμένη ποδιά, και χαρακτηριστικά μαύρα νύχια από τα λάδια και τα κάρβουνα.  Επίσης απαραίτητη είναι η λαδόκολα για το τύλιγμα της πίτας, η προσθήκη χαρτοπετσέτας γύρω από τη λαδόκολα, και η προσφορά του έτοιμου προϊόντος με σαφή προέκταση του βραχίονα του μάστορα προς τα μούτρα του αγωνιούντα πελάτη.  Η πληρωμή επιβάλλει επιστροφή ρέστων γεμάτων με αλατοπίπερο και λίγα λάδια. 

Έξτρα υπηρεσίες, όπως κάρβουνα, ή μάζεμα του γύρου που έχει πέσει στο πάτωμα με σκουπάκι και προσθήκη του στη στοίβα με τον κομμένο γύρο δίνουν πόντους στο δικό μου σουβλατζίδικο.

Τρελές νοστιμιές!